- διστασιος
- διστάσιοςδι-στάσιος2(ᾰ) двойного веса или двойной стоимости
(χρυσίον Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χρυσίον Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διστάσιος — διστάσιος, ον (Α) αυτός που έχει διπλάσιο βάρος ή αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + στασιος < ίστημι] … Dictionary of Greek
διστάσιος — of twice the value masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστάσιον — διστάσιος of twice the value masc acc sg διστάσιος of twice the value neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)